μηδεμιᾶς

μηδεμιᾶς
μηδείς
not one
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηδεμιάς — επίρρ. καθόλου (« ντήρηση ς τούτο μηδεμιάς μην έχεις, μα ως γνωρίζει η γνώση σου αποφάσισε», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. μιάς] …   Dictionary of Greek

  • μηδεμίας — μηδεμίᾱς , μηδείς not one fem acc pl μηδεμίᾱς , μηδείς not one fem acc pl μηδεμίᾱς , μηδείς not one fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъданиѥ — ОТЪДАНИ|Ѥ (69), ˫А с. 1.Возвращение, возврат, возмещение: мьзды ѿ||даниѥ приимете. ЖФП XII, 26–27; ѡнъ же на ѿданье злата убо не iмать. (εἰς κτίσιν) КР 1284, 294б; гонима есмь ѿ заимодавець давѧщихъ мѧ. на ѿданье (не) имѹщи. (οὐ δι’ ἀνταπόδοσιν)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μεθίδρυσις — μεθίδρυσις, ἡ (Α) [μεθιδρύω] 1. μετάθεση, μετακίνηση, μετοίκηση, μετεγκατάσταση («αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν λαβοῡσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυσιν», Στράβ.) 2. μετατροπή, μεταρρύθμιση («μηδεμιᾱς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως… …   Dictionary of Greek

  • μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • συναλοιφή — η, ΝΜΑ, και συναλιφή και συναλειφή και συναληφή ΜΑ [συναλείφω] γραμμ. φωνολογική διαδικασία που οδηγεί στη σύζευξη δύο διαδοχικών φωνηέντων σε ένα, ώστε να αποφεύγεται η χασμωδία, με συναίρεση, με κράση ή με συνίζηση μσν. αρχ. (για τα πρόσωπα τής …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… …   Dictionary of Greek

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”